- δέπασσιν
- δέπαςbeakerneut dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] … Dictionary of Greek